ενισχυτικός

ενισχυτικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην ενίσχυση, ο κατάλληλος να ενισχύει, βοηθητικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενισχυτικός — ή, ό αυτός που βοηθεί, τονώνει, δυναμώνει, παρέχει ενίσχυση, ο επικουρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενισχυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δυναμοποιός — δυναμοποιός, όν (AM) αυτός που φέρνει δύναμη, ενισχυτικός …   Dictionary of Greek

  • επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • επιρρωστικός — ή, ό ενισχυτικός, τονωτικός, ενθαρρυντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρώννυμι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροποιός — ἰσχυροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο ποιός, ξηρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ογκωτικός — ή, ό (Α ὀγκωτικός, ή, όν) [ογκωτός] νεοελλ. 1. αυτός που οφείλεται στον όγκο 2. φρ. «ογκωτική πίεση» βιολ. η πίεση που ασκείται από τις πρωτεΐνες τού πλάσματος τού αίματος στα τοιχώματα τών τριχοειδών αγγείων αρχ. πιθ. αυτός που ενισχύει τον όγκο …   Dictionary of Greek

  • παρακράτος — το 1. άτυπη ημιαυτόνομη και μυστική πολιτικο στρατιωτική οργάνωση ή ομάδα που δρα παράλληλα προς τους νόμιμους κρατικούς θεσμούς, με τους οποίους διασυνδέεται και διακλαδώνεται λειτουργικά, και είτε ενεργεί υπό την σκιά τής επίσημης εξουσίας ως… …   Dictionary of Greek

  • ενθάρρυνση — η 1. η εμφύσηση (μετάδοση) θάρρους, η εμψύχωση. 2. ενισχυτικός λόγος ή πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβοηθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που παρέχει πρόσθετη βοήθεια, επικουρικός, ενισχυτικός. 2. επουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικουρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που χρησιμεύει για επικουρία (βοήθεια), για ενίσχυση, ενισχυτικός: Επικουρικό επίδομα. 2. μτφ., που έχει δευτερεύουσα σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”